- κρηπιδώματος
- κρηπίδωμαfoundationneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πέργαμος — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία ελληνική πόλη της Μυσίας της Μικράς Ασίας, κοντά στη σημερινή Μπεργκαμά, 80 χλμ. Β της Σμύρνης. Χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, αναπτύχθηκε γύρω από ένα φρούριο, από το οποίο πήρε και το όνομά της. Κατά την… … Dictionary of Greek
ακραίος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 8 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. II Επίθετο που δινόταν στους θεούς ή τις θεές, που είχαν ναούς ή βωμούς σε βουνά, κορυφές ή υψώματα: Ακραία Ήρα στην Κόρινθο και το Αργός,… … Dictionary of Greek
ακροκρηπίδα — η το άκρο κρηπιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + κρηπίδα] … Dictionary of Greek
διπλαρώνω — 1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία 2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω 3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διπλάρω + (κατάλ.) ώνω] … Dictionary of Greek
ερκάνη — η (AM ἑρκάνη) [έρκος] νεοελλ. 1. ναυτ. ξύλινος ή σιδερένιος χειραγωγός που περικλείει τα κιγκλιδώματα τών ιστών, γεφυρών κ.λπ. τών πλοίων 2. λιθόκτιστο ή ξύλινο φράγμα κατά μήκος τού κρηπιδώματος μιας παραλίας ή ενός ποταμού αρχ. 1. φραγμός,… … Dictionary of Greek
κρηπίδωμα — το (Α κρηπίδωμα) [κρηπιδώ] θεμέλιο για υποβάσταξη, βάση, υπόβαθρο, κρηπίδα (α. «κρηπίδωμα ναού» β. «τὸ δὲ ὕψος ἑκατὸν εἴκοσι χωρὶς τοῡ κρηπιδώματος», Διόδ.) νεοελλ. αποβάθρα λιμανιού ή σιδηροδρομικού σταθμού … Dictionary of Greek
πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις … Dictionary of Greek
πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… … Dictionary of Greek
στοιβή — και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα 2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου 3. αρχιτ. το τμήμα τού κρηπιδώματος που… … Dictionary of Greek
στυλοβάτης — ο, ΝΑ, και δωρ. τ. στυλοβάτας Α βάση στύλου, υπόβαθρο, κν. στυλοπάτι νεοελλ. 1. μτφ. βασικός υποστηρικτής, θεμελιωτής («στυλοβάτης τής κυβέρνησης») 2. αρχαιολ. η άνω επιφάνεια τού κρηπιδώματος ναού η οποία αποτελείται από μεγάλες τετράγωνες… … Dictionary of Greek